υαλόφραχτος

υαλόφραχτος
-η, -ο
1. που περικλείνεται ή καλύπτεται από υαλοπίνακες, που έχει υαλοπίνακες, ο τζαμωτός.
2. το ουδ. ως ουσ., υαλόφραχτο υαλοστάσιο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υαλόφρακτος — και υαλόφραχτος, η, ο, Ν 1. (για χώρο) αυτός που περικλείεται από υαλοπίνακες 2. το ουδ. ως ουσ. το υαλόφρακτο το τζαμωτό, η τζαμαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φρακτός (< φράζω), πρβλ. σιδερό φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξώστεγο — το εξώστης στεγασμένος ή υαλόφραχτος, χτιστό (ή τζαμωτό) μπαλκόνι, γαλαρία, τζαμαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζαμαρία — η φράγμα από τζάμια, υαλόφραχτος χώρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοσκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, σκεπασμένος με υαλοπίνακες, υαλόφραχτος, τζαμωτός, τζαμένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”